πανεπιστήμονας

πανεπιστήμονας
ο
1. αυτός που κατέχει πολλές επιστήμες.
2. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης: Ο καθηγητής της Μέσης Παιδείας δεν είναι πανεπιστήμονας για να υποχρεώνεται στη διδασκαλία ποικίλων μαθημάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κούμας, Κωνσταντίνος — (Λάρισα 1777 – Τεργέστη 1836). Εκπαιδευτικός. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του στη σχολή του Τιρνάβου, κοντά στον τότε φημισμένο δάσκαλο Ιωάννη Πέζαρο, δίδαξε έως το 1804 στα σχολεία της Λάρισας, της Τσαριτσάνης και των Αμπελακίων.… …   Dictionary of Greek

  • Χριστόπουλος, Αθανάσιος — (Καστοριά 1722 – Βουκουρέστι 1847). Έλληνας νομικός, λόγιος και ποιητής. Σπούδασε στο Βουκουρέστι και στην Ιταλία φιλολογία, ιατρική, νομικά. Πήρε ανώτερα αξιώματα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ως ευνοούμενος του Φαναριώτη ηγεμόνα Αλεξάνδρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”